Πως ο εγκέφαλος δημιουργεί τις τέχνες
Η νευροαισθητική
και οι βιολογικές ρίζες του ωραίου
Θα μπορούσε να συνοψίσει για τον διάλογο της ανθρώπινης όρασης με το φως σε τρεις βασικές αρχές:
(1) δεν βλέπουμε με τα μάτια αλλά με τον οπτικό εγκέφαλο,
(2) η ενιαία λειτουργία της όρασης βασίζεται και προκύπτει από επιμέρους ημιαυτόνομα οπτικά κέντρα, και
(3) τα χρώματα και οι άλλες οπτικές ιδιότητες των αντικειμένων (μορφή, κίνηση, θέση στον χώρο) δεν υπάρχουν στη φύση ανεξάρτητα από τα αντίστοιχα οπτικά κέντρα για την επεξεργασία τους.
Από αυτές τις φαινομενικά «αθώες» αρχές λειτουργίας του οπτικού εγκεφάλου προκύπτουν, όπως είδαμε, πολλά απρόσμενα και ιδιαίτερα ανατρεπτικά συμπεράσματα για τη γνωστική λειτουργία της όρασης. Ισως όμως τα πιο εντυπωσιακά και καινοφανή συμπεράσματα είναι αυτά που σχετίζονται με τη δημιουργία και την απόλαυση των εικαστικών τεχνών.Αραγε, μπορούν αυτές οι νέες επιστημονικές κατακτήσεις να εξηγήσουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη δημιουργία της πραγματικής τέχνης και τις αισθητικές απολαύσεις που αυτή μας προσφέρει;Η νευροαισθητική υποστηρίζει ότι κάθε αισθητική εμπειρία, είτε πρόκειται για τη δημιουργία είτε για την πρόσληψη ενός έργου τέχνης, επιτελείται από τον ανθρώπινο νου, ο οποίος συνδέεται αμετάκλητα με τις δομές και τις δυνατότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αρα, τόσο η καλλιτεχνική δημιουργία όσο και η αισθητική απόλαυση που βιώνουμε καθορίζονται ή, τουλάχιστον, επηρεάζονται από τη βασική οργάνωση του εγκεφάλου μας
Με ποιο μέρος του σώματός μας απολαμβάνουμε ένα έργο τέχνης; Αραγε, «βλέπουμε» με τα μάτια μας έναν πίνακα ζωγραφικής ή «ακούμε» με τα αυτιά μας ένα μουσικό έργο; Το οπτικό και το ακουστικό μας σύστημα διαθέτουν τις απαραίτητες δομές για να ερμηνεύουν ή να αξιολογούν (προφανώς με εγκεφαλικά και όχι με οικονομικά κριτήρια!) ένα έργο τέχνης;
Μήπως, εν τέλει, πρέπει να προσφύγουμε στην κοινότοπη ιδέα της «άυλης ψυχής» προκειμένου να εξηγήσουμε τη φύση και τη λειτουργία της αισθητικής απόλαυσης που γεννά μέσα μας (αλήθεια, πού ακριβώς;) ένα έργο τέχνης; Δυστυχώς, όχι. Κι αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: η ασώματη, εξ ορισμού, ψυχή δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί τίποτα –πόσο μάλλον να εννοήσει ή να απολαύσει!– χωρίς τα αισθητήρια όργανα του σώματος και τα ανώτερα εγκεφαλικά κέντρα επεξεργασίας των αισθητικών πληροφοριών.
Κάτι που επιβεβαιώνεται, εξάλλου, και από την εξονυχιστική νευροβιολογική ανάλυση των μηχανισμών της ανθρώπινης όρασης: ακόμη και η πιο στοιχειώδης οπτική ενέργεια δεν είναι ποτέ μια «πιστή» αναπαράσταση αυτού που βλέπουμε αλλά, αντίθετα, η ενεργητική και δημιουργική απάντηση του εγκεφαλικού φλοιού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα. Μια ολοκληρωμένη απάντηση που αναδύεται και εξαρτάται από τη στενότατη αλληλοσύνδεση και την καλή λειτουργία των επιμέρους μικροδομών του οπτικού μας συστήματος.
Και θα ήταν λάθος αν πιστεύαμε ότι αυτά ισχύουν μόνο για την όραση. Ολες οι αισθήσεις του σώματός μας βασίζονται στην ίδια εγκεφαλική αρχιτεκτονική και επιτελούν, καθεμιά με τον τρόπο της, ανάλογη λειτουργία: μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε και να δίνουμε νόημα σε ό,τι μας περιβάλλει.
Aνέκαθεν η δυτική σκέψη θεωρούσε την αυστηρή ορθολογική σκέψη ως προϋπόθεση κάθε επιστήμης, ενώ την ελεύθερη και δημιουργική φαντασία ως το προνομιακό εργαλείο των τεχνών.
Aυτός ο καθιερωμένος και πολιτισμικά επιβεβλημένος διαχωρισμός των «καλών» τεχνών από τις «θετικές» επιστήμες αποδεικνύεται στις μέρες μας μάλλον παραπλανητικός, αν όχι ολότελα αυθαίρετος. Αφού πλέον σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν πως ο κοινός παρονομαστής αυτών των δύο τόσο διαφορετικών, φαινομενικά, προσεγγίσεων της πραγματικότητας είναι ο ανθρώπινος νους: έδρα της κάθε σκέψης μας και, σε τελευταία ανάλυση, η «μηχανή παραγωγής» κάθε τέχνης και κάθε επιστήμης.
Πιο πρόσφατα, μάλιστα, η εντυπωσιακή πρόοδος στη μελέτη του εγκεφάλου μάς υποχρέωσε να αποδεχτούμε ότι κάθε νοητική ικανότητα με τη σειρά της προκύπτει από -ή, έστω, βασίζεται σε- κάποια εγκεφαλική λειτουργία. Κατά συνέπεια η πραγματική έδρα του ανθρώπινου νου είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Αν λοιπόν αναζητάτε έναν κοινό τόπο συνάντησης των «καλών» τεχνών με τις «κακές» επιστήμες, τότε αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον εγκέφαλό μας. Εξάλλου, οι τελευταίες ανακαλύψεις των νευροεπιστημών φαίνεται να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ορισμένων κοινών εγκεφαλικών μηχανισμών που ενεργοποιούνται κατά την παραγωγή πρωτότυπου έργου τόσο στις επιστήμες όσο και στις τέχνες.
Το καταστροφικό διαζύγιο της τέχνης από την επιστήμη
Το μέχρι χθες επιβεβλημένο, αλλά γνωσιακά αυθαίρετο, διαζύγιο των επιστημών από τις λεγόμενες «καλές» τέχνες όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρείται αναγκαίο ή οριστικό, αλλά αποδεικνύεται και καταστροφικό: αφ’ ενός περιορίζει ασφυκτικά και φτωχαίνει την επιστημονική σκέψη και αφ’ ετέρου «εξαϋλώνει» κάθε καλλιτεχνική δημιουργία όταν την περιγράφει ως μια αποκλειστικά «ποιητική» και περίπου αυθαίρετη υποκειμενική δραστηριότητα.
Ετσι, όλο και περισσότεροι σύγχρονοι στοχαστές –επιφανείς καλλιτέχνες, φιλόσοφοι αλλά και διαπρεπείς επιστήμονες– έχουν αναδείξει με το έργο τους τα αδιέξοδα αυτής της δυϊστικής αντίληψης και των κοντόφθαλμων συντεχνιακών πρακτικών που αυτή νομιμοποιεί. Και σχεδόν οι πάντες αναγνωρίζουν ότι η δημιουργικότητα, τόσο στην τέχνη όσο και στην επιστήμη, θα πρέπει να βασίζεται σε κοινές εγκεφαλικές-νοητικές ικανότητες. Τόσο οι επιστήμονες όσο και οι καλλιτέχνες μοιράζονται από κοινού κάποιες νοητικές ικανότητες οι οποίες θα πρέπει να είναι, από τη φύση τους, ανοιχτές και αέναα μεταβαλλόμενες, όπως ακριβώς και ο εγκέφαλος που τις παράγει!
Ναι, αλλά ποιες είναι και πού ακριβώς εντοπίζονται αυτές οι κοινές νευροψυχολογικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης δημιουργικότητας; Σε τέτοια αποφασιστικά ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει η «νευροαισθητική», ένα νέο διεπιστημονικό πεδίο έρευνας που, προγραμματικά, επιχειρεί να κατανοήσει τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις κάθε ανθρώπινης αισθητικής εμπειρίας και καλλιτεχνικής πρακτικής. Σύμφωνα με τη νευροαισθητική, τόσο η καλλιτεχνική δημιουργία όσο και η αισθητική απόλαυση που βιώνουμε όταν θαυμάζουμε ένα έργο τέχνης καθορίζονται ή, έστω, επηρεάζονται από τη βασική οργάνωση του εγκεφάλου μας: από την οργάνωση του οπτικού φλοιού, όταν πρόκειται για έργο των οπτικών τεχνών, από την οργάνωση του ακουστικού φλοιού, όταν πρόκειται για μουσικό έργο!
Από τη νευροεπιστήμη στη νευροαισθητική
Αλήθεια, πόσο πλήρης και επιστημονικά τεκμηριωμένη μπορεί να θεωρείται σήμερα η οποιαδήποτε αισθητική θεωρία και αξιολόγηση της καλλιτεχνικής εμπειρίας όταν αγνοεί ή, ακόμη χειρότερα, όταν σκοπίμως παραβλέπει τα πολλά και εντυπωσιακά που έχουν καταφέρει να ανακαλύψουν τα τελευταία χρόνια οι νευροεπιστήμες σχετικά με τη μικροδομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου μας;
Μελετώντας εργαστηριακά τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που κινητοποιούνται όταν δημιουργούμε ή όταν απλώς παρατηρούμε έναν ζωγραφικό πίνακα, μια χορογραφία, ή ένα γλυπτό, οι νευροεπιστήμονες διαπίστωσαν ότι η όρασή μας δεν λειτουργεί καθόλου ως φωτογραφική μηχανή που αποτυπώνει πιστά και παθητικά την οπτική σκηνή που βλέπουμε.
Αντίθετα, ο οπτικός μας εγκέφαλος μπορεί να βλέπει και άρα να ικανοποιείται από π.χ. ένα ζωγραφικό έργο, επειδή είναι σε θέση να αφαιρεί συστηματικά ή να παραβλέπει όλα τα επουσιώδη στοιχεία της οπτικής σκηνής, έχει δηλαδή την ικανότητα να εξάγει τα πιο ουσιώδη και σταθερά οπτικά χαρακτηριστικά του έργου.
Και όπως ανακάλυψαν, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ζωγραφικού πίνακα ή ενός αγάλματος (μορφή, χρώμα, προοπτική) ανιχνεύονται από ειδικούς νευρώνες που βρίσκονται σε διαφορετικά νευρωνικά κυκλώματα και περιοχές του οπτικού φλοιού. Πιο πρόσφατες έρευνες, μάλιστα, έδειξαν ότι η οπτική επεξεργασία του χρώματος, της κίνησης και της αναγνώρισης μορφών ή προσώπων είναι, τόσο τοπολογικά όσο και λειτουργικά, είναι διακριτές λειτουργίες που εκτελούνται παράλληλα και ημιαυτόνομα η μια από την άλλη!
Υπό αυτή την έννοια, τα τελευταία επιτεύγματα των επιστημών της όρασης επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τη βαθυστόχαστη αλλά εμπειρική διαπίστωση ενός μεγάλου καλλιτέχνη, του Ανρί Ματίς (H. Matisse), ότι «το να βλέπεις είναι ήδη μια δημιουργική λειτουργία η οποία απαιτεί προσπάθεια».
Ανάλογες «αλήθειες» για την ανθρώπινη όραση είχαν διατυπωθεί από πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες κατά το παρελθόν, είτε με λέξεις είτε με το έργο τους. Και η επιβεβαίωσή τους από τη μεταγενέστερη επιστημονική έρευνα ώθησε, στις μέρες μας, τον Σεμίρ Ζέκι (Semir Zeki), μέγιστη αυθεντία στη μελέτη του οπτικού φλοιού και χαρισματικό «πατέρα» της νευροαισθητικής, να προτείνει την ιδιαίτερα προκλητική άποψη ότι ...
«οι καλλιτέχνες είναι, κατά κάποιον τρόπο, νευροβιολόγοι, οι οποίοι μελετούν τον εγκέφαλο και την οργάνωσή του με τεχνικές μοναδικές γι’ αυτούς, έστω και χωρίς να το συνειδητοποιούν»!
Τις επιστημονικές και τις αισθητικές συνέπειες αυτής της προκλητικής άποψης διερευνά ο Σεμίρ Ζέκι στο περίφημο βιβλίο του «Εσωτερική Οραση», που γνώρισε τεράστια εκδοτική επιτυχία (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Σε αυτή τη «Βίβλο» του νευροαισθητικού προγράμματος ο συγγραφέας, αφού ορίσει την τέχνη ως την αναζήτηση των σταθερών και ουσιαστικών χαρακτηριστικών του κόσμου, δηλαδή ως προέκταση των λειτουργιών του εγκεφάλου, εξετάζει αν η ιστορία της τέχνης (κυρίως της ζωγραφικής και της γλυπτικής) επιβεβαιώνει αυτή την τολμηρή προσέγγιση.
Αναλύοντας με νευροβιολογικούς όρους το έργο πολυάριθμων ζωγράφων, από όλες τις σχολές και τις εποχές των οπτικών τεχνών, ο Ζέκι διαπίστωσε ότι μπορούσε να εξηγήσει πολλές άγνωστες ή παραμελημένες πτυχές της καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς και τις δυσκολίες και τις παρανοήσεις που συνάντησαν αυτά τα πρωτοποριακά έργα όταν πρωτοεμφανίστηκαν στην εποχή τους.
Βασιζόμενος λοιπόν στις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις της νευροεπιστήμης της όρασης, στην ανάπτυξη της οποίας ο ίδιος συνέβαλε αποφασιστικά, πρότεινε ένα διαφορετικό επίπεδο (εγκεφαλικό) και μοντέλο εξήγησης (νευροεπιστήμη) της καλλιτεχνικής εμπειρίας. Ενα εναλλακτικό μοντέλο στις κυρίαρχες, μέχρι τότε, αισθητικές αντιλήψεις και προσεγγίσεις της τέχνης.
Τα ασαφή όρια μεταξύ επιστήμης και μεταφυσικής
Το πέρασμα, ωστόσο, από τη νευροεπιστήμη στη νευροαισθητική δεν ήταν ούτε τόσο εύκολο ούτε και τόσο γραμμικό, όσο προπαγανδίζεται σήμερα από τους πρωταγωνιστές αυτού του νέου διεπιστημονικού προγράμματος.
Η κοινότοπη θεώρηση της τέχνης ως απόκοσμης και σχεδόν υπερφυσικής δραστηριότητας του ανθρώπινου «πνεύματος» στάθηκε ανέκαθεν το βασικό εμπόδιο για την ουσιαστική κατανόηση των πραγματικών προϋποθέσεων της αισθητικής εμπειρίας.
Αν, όπως όλα δείχνουν, ο βασικός λόγος της ύπαρξης και της εντυπωσιακής βιολογικής εξέλιξης των οπτικών εγκεφάλων ήταν και είναι η δημιουργία και η επικοινωνία μιας άμεσης, τρισδιάστατης και έγχρωμης εικόνας του κόσμου και των όσων συμβαίνουν σε αυτόν, τότε η ανάπτυξη και η έκφραση των οπτικών τεχνών, σε κάθε ιστορική εποχή, δεν μπορεί παρά να εξαρτάται από τις δυνατότητες –αλλά και τους εγγενείς περιορισμούς– του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Οσο εξοργιστική ή αιρετική κι αν ακούγεται αυτή η άποψη, θα αποτελέσει την απαρχή για την ανάδυση ενός νέου και δυναμικού διεπιστημονικού κλάδου, της νευροαισθητικής.
Ως επίσημη ημερομηνία γέννησης αυτού του νέου ερευνητικού πεδίου θεωρείται από τους ιστορικούς της επιστήμης το 1994, όταν δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Brain» το περίφημο άρθρο-μανιφέστο των Μ. Λαμπ (Mathew Lamb) και Σ. Ζέκι με τίτλο «Η Νευρολογία της κινητικής τέχνης». Σ’ αυτό το άρθρο οι δύο Βρετανοί ερευνητές εξαγγέλλουν, κυρίως όμως τεκμηριώνουν πειραματικά, ότι: «Κάθε οπτική τέχνη οφείλει να υπακούει στους νόμους του οπτικού συστήματος του εγκεφάλου»!
Τα αμέσως επόμενα χρόνια ο Ζέκι θα προπαγανδίσει όσο ουδείς άλλος τη δυνατότητα, αλλά και την αναγκαιότητα ανάπτυξης ενός ευρύτερου προγράμματος νευροβιολογικής κατανόησης όλων των αισθητικών εμπειριών, πρόγραμμα που μάλλον αυτός πρώτος αποκάλεσε «νευροαισθητική». Εκτοτε, όλο και περισσότεροι διαπρεπείς επιστήμονες και φιλόσοφοι θα συνταχθούν με αυτό το τολμηρό ερευνητικό πρόγραμμα, συμβάλλοντας στη διεύρυνση και την ανανέωσή του.
Πώς όμως θα μπορούσε να οριοθετηθεί το αντικείμενο μελέτης ενός τόσο αχανούς γνωστικού πεδίου; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος ο Ζέκι τη νευροαισθητική: «Πρόκειται για ένα σχετικά νέο πεδίο έρευνας, στόχος του οποίου είναι να διερευνήσει την εγκεφαλική δραστηριότητα που βρίσκεται στη βάση της δημιουργικότητας και της απόλαυσης της τέχνης. Η θεμελιώδης παραδοχή της είναι ότι το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας προκύπτει από τη δραστηριότητα του εγκεφάλου και υπακούει στους νόμους του εγκεφάλου.
Γι’ αυτό, μόνο αν κατανοήσουμε τις νευρολογικές βάσεις της δημιουργικότητας και της καλλιτεχνικής εμπειρίας θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια έγκυρη αισθητική θεωρία».
Πράγματι, η νευροαισθητική έρευνα επιχειρεί να κατανοήσει όχι μόνο ποιοι εγκεφαλικοί μηχανισμοί εμπλέκονται στην παραγωγή και την απόλαυση ενός έργου τέχνης αλλά και πώς αυτή η αισθητική εμπειρία τροποποιεί τις ανθρώπινες εγκεφαλικές δομές! Θα πρέπει λοιπόν να είναι σαφές ότι η νευροαισθητική σκέψη, εξαιτίας της πολύπλοκης και πολύτροπης φύσης του αντικειμένου της, είναι υποχρεωμένη να κινείται αδιάκοπα πάνω στο ασαφές όριο μεταξύ επιστήμης, φιλοσοφίας και της καθημερινής ανθρώπινης εμπειρίας του ωραίου.
Κλείνοντας αυτό το τρίπτυχο για την όραση, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι σε μια χώρα όπου κυριαρχεί η τρομοκρατία των «μνημονίων» και όπου καθημερινά κακοποιούνται ή, όπως πριν από λίγες ημέρες, δολοφονούνται εν ψυχρώ συνάνθρωποί μας από εγκληματικές νεοναζιστικές οργανώσεις, τα όσα μόλις είπαμε περί αισθητικής θα πρέπει να ακούγεται τουλάχιστον ως ύβρις, αν όχι ως κοινωνική και πολιτική απρέπεια. Ωστόσο, η νευροαισθητική ιδέα της ομορφιάς και της αισθητικής αρμονίας, όχι ως φυσική κατάσταση πραγμάτων αλλά ως ενεργητική κατασκευή για την οποία είμαστε υπεύθυνοι οι ίδιοι, μας φαίνεται σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη και ελπιδοφόρα.